περικεκομμένος

περικεκομμένος
περικόπτω
cut all round
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μίτυλος — μίτυλος, ύλη, ον και μύτιλος, ίλη, ον (Α) 1. περικεκομμένος, κολοβός, αυτός που δεν έχει κέρατα («τὰν μετύλαν αἶγα», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λακεδαίμονες) «μίτυλον ἔσχατον νήπιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αμφίβολης μορφής και… …   Dictionary of Greek

  • περικεκομμένως — Α επίρρ. με συντομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικεκομμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού περικόπτω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”